- πολυήλιος
- -ον, Αηλιόλουστος, ευήλιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ἥλιος (πρβλ. ευήλιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυήλιος — much sunned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… … Dictionary of Greek